- οξίνη
- ὀξινη, ἡ (Α)(κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῡ στόματος διάθεσις, ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῡ στομάχου ὀξίδα», ξινίλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. όξινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξίνη — ὀξίνης sharp masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίνῃ — ὀξίνης sharp masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όξινος — και όξεινος, η, ο (ΑΜ ὄξινος, ίνη, ον, Μ αρσ. και ὄξυνος) αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) — ak̂ , ok̂ (*hekʷ ) English meaning: ‘sharp; stone” Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein” Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… … Proto-Indo-European etymological dictionary